Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
διακριδόν
View word page
διακρατυντικός
making firm

ShortDef

making firm

Debugging

Headword:
διακρατυντικός
Headword (normalized):
διακρατυντικός
Headword (normalized/stripped):
διακρατυντικος
IDX:
21255
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21256
Key:

Data

{'content': 'making firm'}