Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
διακρίβωσις
διακριβωτέον
διακριβωτέος
View word page
διακρατητικός
able to hold fast

ShortDef

able to hold fast

Debugging

Headword:
διακρατητικός
Headword (normalized):
διακρατητικός
Headword (normalized/stripped):
διακρατητικος
IDX:
21254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21255
Key:

Data

{'content': 'able to hold fast'}