Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
διακριβόω
View word page
διακράτημα
remedy to be held in the mouth
ShortDef
remedy to be held in the mouth
Debugging
Headword:
διακράτημα
Headword (normalized):
διακράτημα
Headword (normalized/stripped):
διακρατημα
IDX:
21251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21252
Key:
Data
{'content': 'remedy to be held in the mouth'}