Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
διακριβολογέομαι
View word page
διακρατέω
to hold fast, hold one's own

ShortDef

to hold fast, hold one's own

Debugging

Headword:
διακρατέω
Headword (normalized):
διακρατέω
Headword (normalized/stripped):
διακρατεω
IDX:
21250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21251
Key:

Data

{'content': "to hold fast, hold one's own"}