Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
διακριβεία
View word page
διακράζω
to scream continually

ShortDef

to scream continually

Debugging

Headword:
διακράζω
Headword (normalized):
διακράζω
Headword (normalized/stripped):
διακραζω
IDX:
21249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21250
Key:

Data

{'content': 'to scream continually'}