Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
διακρηνόω
View word page
διακραδαίνω
shake violently
ShortDef
shake violently
Debugging
Headword:
διακραδαίνω
Headword (normalized):
διακραδαίνω
Headword (normalized/stripped):
διακραδαινω
Intro Text:
shake violently
IDX:
21248
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21249
Key:
Senses and Citations (From Data)
Citations (From Models)
No citations.
Data
{ "content": "shake violently" }