Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
διακρέκω
View word page
διακούω
to hear through, hear out

ShortDef

to hear through, hear out

Debugging

Headword:
διακούω
Headword (normalized):
διακούω
Headword (normalized/stripped):
διακουω
IDX:
21247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21248
Key:

Data

{'content': 'to hear through, hear out'}