Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
διακρατητικός
διακρατυντικός
Διακρεῖς
View word page
διακουφίζω
become lighter for an interval, remit
ShortDef
become lighter for an interval, remit
Debugging
Headword:
διακουφίζω
Headword (normalized):
διακουφίζω
Headword (normalized/stripped):
διακουφιζω
IDX:
21246
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21247
Key:
Data
{'content': 'become lighter for an interval, remit'}