Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
διακράτημα
διακράτησις
διακρατητέον
View word page
διακοσμητικός
regulative

ShortDef

regulative

Debugging

Headword:
διακοσμητικός
Headword (normalized):
διακοσμητικός
Headword (normalized/stripped):
διακοσμητικος
IDX:
21243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21244
Key:

Data

{'content': 'regulative'}