Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
διακρατέω
View word page
διακοσκινεύω
riddle, sift thoroughly

ShortDef

riddle, sift thoroughly

Debugging

Headword:
διακοσκινεύω
Headword (normalized):
διακοσκινεύω
Headword (normalized/stripped):
διακοσκινευω
IDX:
21240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21241
Key:

Data

{'content': 'riddle, sift thoroughly'}