Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
διακράζω
View word page
διακοσιοστός
two-hundredth

ShortDef

two-hundredth

Debugging

Headword:
διακοσιοστός
Headword (normalized):
διακοσιοστός
Headword (normalized/stripped):
διακοσιοστος
IDX:
21239
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21240
Key:

Data

{'content': 'two-hundredth'}