Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
διακουφίζω
διακούω
διακραδαίνω
View word page
διακοσιοντάχους
two-hundred-fold

ShortDef

two-hundred-fold

Debugging

Headword:
διακοσιοντάχους
Headword (normalized):
διακοσιοντάχους
Headword (normalized/stripped):
διακοσιονταχους
IDX:
21238
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21239
Key:

Data

{'content': 'two-hundred-fold'}