Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
διάκοσμος
διακουστής
View word page
διακόσιοι
two hundred

ShortDef

two hundred

Debugging

Headword:
διακόσιοι
Headword (normalized):
διακόσιοι
Headword (normalized/stripped):
διακοσιοι
IDX:
21235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21236
Key:

Data

{'content': 'two hundred'}