Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
διακοσμητικός
View word page
διακοσιάκις
two hundred times

ShortDef

two hundred times

Debugging

Headword:
διακοσιάκις
Headword (normalized):
διακοσιάκις
Headword (normalized/stripped):
διακοσιακις
IDX:
21233
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21234
Key:

Data

{'content': 'two hundred times'}