Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
διακόσμησις
View word page
διάκορος
satiated, glutted
ShortDef
satiated, glutted
Debugging
Headword:
διάκορος
Headword (normalized):
διάκορος
Headword (normalized/stripped):
διακορος
IDX:
21232
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21233
Key:
Data
{'content': 'satiated, glutted'}