Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
διακοσμέω
View word page
διακορκορυγέω
to rumble through

ShortDef

to rumble through

Debugging

Headword:
διακορκορυγέω
Headword (normalized):
διακορκορυγέω
Headword (normalized/stripped):
διακορκορυγεω
IDX:
21231
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21232
Key:

Data

{'content': 'to rumble through'}