Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
διακοσκινεύω
View word page
διακορίζω
gaze intently
ShortDef
gaze intently
Debugging
Headword:
διακορίζω
Headword (normalized):
διακορίζω
Headword (normalized/stripped):
διακοριζω
IDX:
21230
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21231
Key:
Data
{'content': 'gaze intently'}