Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
διακοσιοστός
View word page
διακόρησις
deflowering
ShortDef
deflowering
Debugging
Headword:
διακόρησις
Headword (normalized):
διακόρησις
Headword (normalized/stripped):
διακορησις
IDX:
21229
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21230
Key:
Data
{'content': 'deflowering'}