Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
διακοσιοντάχους
View word page
διακορής
satiated

ShortDef

satiated

Debugging

Headword:
διακορής
Headword (normalized):
διακορής
Headword (normalized/stripped):
διακορης
IDX:
21228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21229
Key:

Data

{'content': 'satiated'}