Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
διακοσιοντάκις
View word page
διακορέω
deflower (cause to lose virginity)

ShortDef

deflower (cause to lose virginity)

Debugging

Headword:
διακορέω
Headword (normalized):
διακορέω
Headword (normalized/stripped):
διακορεω
IDX:
21227
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21228
Key:

Data

{'content': 'deflower (cause to lose virginity)'}