Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
διακοσιοκαιτεσσαρακοντάχους
View word page
διακορεύω
deflower
ShortDef
deflower
Debugging
Headword:
διακορεύω
Headword (normalized):
διακορεύω
Headword (normalized/stripped):
διακορευω
IDX:
21226
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21227
Key:
Data
{'content': 'deflower'}