Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
διακόσιοι
View word page
διακόπτω
to cut in two, cut through
ShortDef
to cut in two, cut through
Debugging
Headword:
διακόπτω
Headword (normalized):
διακόπτω
Headword (normalized/stripped):
διακοπτω
IDX:
21225
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21226
Key:
Data
{'content': 'to cut in two, cut through'}