Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
διακοσιάπρωτοι
View word page
διακοπτέον
one must cut short

ShortDef

one must cut short

Debugging

Headword:
διακοπτέον
Headword (normalized):
διακοπτέον
Headword (normalized/stripped):
διακοπτεον
IDX:
21224
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21225
Key:

Data

{'content': 'one must cut short'}