Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
διακοσιάκις
View word page
διάκοπρος
well-manured

ShortDef

well-manured

Debugging

Headword:
διάκοπρος
Headword (normalized):
διάκοπρος
Headword (normalized/stripped):
διακοπρος
IDX:
21223
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21224
Key:

Data

{'content': 'well-manured'}