Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
διάκορος
View word page
διάκοπος
breach

ShortDef

breach

Debugging

Headword:
διάκοπος
Headword (normalized):
διάκοπος
Headword (normalized/stripped):
διακοπος
IDX:
21222
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21223
Key:

Data

{'content': 'breach'}