Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
διακόρησις
διακορίζω
διακορκορυγέω
View word page
διακοπή
a gash, cleft

ShortDef

a gash, cleft

Debugging

Headword:
διακοπή
Headword (normalized):
διακοπή
Headword (normalized/stripped):
διακοπη
IDX:
21221
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21222
Key:

Data

{'content': 'a gash, cleft'}