Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

αἱμηρός
Αἰμίλιος
αἱμνίον
αἱμοβαρής
αἱμοβαφής
αἱμοβόρος
αἱμοβότος
αἱμοδαιτέω
αἱμόδιψος
αἱμόδωρον
αἱμόκερχνον
Αἱμονία
Αἱμονιαί
Αἰμονίδης
Αἱμονίδης
αἱμοπτυϊκός
αἱμόπυον
αἱμορραγέω
αἱμορραγής
αἱμορραγία
αἱμορραγικός
View word page
αἱμόκερχνον
cough with bloodspitting

ShortDef

cough with bloodspitting

Debugging

Headword:
αἱμόκερχνον
Headword (normalized):
αἱμόκερχνον
Headword (normalized/stripped):
αιμοκερχνον
IDX:
2121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-2122
Key:

Data

{'content': 'cough with bloodspitting'}