Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
διακορής
View word page
διάκονος
a servant, waiting-man

ShortDef

a servant, waiting-man

Debugging

Headword:
διάκονος
Headword (normalized):
διάκονος
Headword (normalized/stripped):
διακονος
IDX:
21218
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21219
Key:

Data

{'content': 'a servant, waiting-man'}