Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
διακορέω
View word page
διακόνισσα
deaconess
ShortDef
deaconess
Debugging
Headword:
διακόνισσα
Headword (normalized):
διακόνισσα
Headword (normalized/stripped):
διακονισσα
IDX:
21217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21218
Key:
Data
{'content': 'deaconess'}