Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
διακορεύω
View word page
διακονίς
tunic
ShortDef
tunic
Debugging
Headword:
διακονίς
Headword (normalized):
διακονίς
Headword (normalized/stripped):
διακονις
IDX:
21216
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21217
Key:
Data
{'content': 'tunic'}