Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
διακόπτω
View word page
διακόνιον
cake

ShortDef

cake

Debugging

Headword:
διακόνιον
Headword (normalized):
διακόνιον
Headword (normalized/stripped):
διακονιον
IDX:
21215
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21216
Key:

Data

{'content': 'cake'}