Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
διακοπτέον
View word page
διακονίομαι
roll in the dust

ShortDef

roll in the dust

Debugging

Headword:
διακονίομαι
Headword (normalized):
διακονίομαι
Headword (normalized/stripped):
διακονιομαι
IDX:
21214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21215
Key:

Data

{'content': 'roll in the dust'}