Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
διάκοπρος
View word page
διακονικός
serviceable

ShortDef

serviceable

Debugging

Headword:
διακονικός
Headword (normalized):
διακονικός
Headword (normalized/stripped):
διακονικος
IDX:
21213
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21214
Key:

Data

{'content': 'serviceable'}