Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
διάκοπος
View word page
διακονία
the office of a διάκονος, service
ShortDef
the office of a διάκονος, service
Debugging
Headword:
διακονία
Headword (normalized):
διακονία
Headword (normalized/stripped):
διακονια
IDX:
21212
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21213
Key:
Data
{'content': 'the office of a διάκονος, service'}