Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
διακοντισμός
διακοπή
View word page
διακονητικός
pertaining to service

ShortDef

pertaining to service

Debugging

Headword:
διακονητικός
Headword (normalized):
διακονητικός
Headword (normalized/stripped):
διακονητικος
IDX:
21211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21212
Key:

Data

{'content': 'pertaining to service'}