Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
διακοντίζομαι
View word page
διακόνημα
servants' business, service
ShortDef
servants' business, service
Debugging
Headword:
διακόνημα
Headword (normalized):
διακόνημα
Headword (normalized/stripped):
διακονημα
IDX:
21209
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21210
Key:
Data
{'content': "servants' business, service"}