Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
διάκονος
View word page
διακονέω
to minister, serve, do service

ShortDef

to minister, serve, do service

Debugging

Headword:
διακονέω
Headword (normalized):
διακονέω
Headword (normalized/stripped):
διακονεω
IDX:
21208
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21209
Key:

Data

{'content': 'to minister, serve, do service'}