Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
διακόνισσα
View word page
διακομπάζω
boast one against the other
ShortDef
boast one against the other
Debugging
Headword:
διακομπάζω
Headword (normalized):
διακομπάζω
Headword (normalized/stripped):
διακομπαζω
IDX:
21207
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21208
Key:
Data
{'content': 'boast one against the other'}