Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
διακονίς
View word page
διάκομμα
cut, gash

ShortDef

cut, gash

Debugging

Headword:
διάκομμα
Headword (normalized):
διάκομμα
Headword (normalized/stripped):
διακομμα
IDX:
21206
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21207
Key:

Data

{'content': 'cut, gash'}