Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
διακόνιον
View word page
διακομίζω
to carry over
ShortDef
to carry over
Debugging
Headword:
διακομίζω
Headword (normalized):
διακομίζω
Headword (normalized/stripped):
διακομιζω
IDX:
21205
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21206
Key:
Data
{'content': 'to carry over'}