Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
διακονικός
διακονίομαι
View word page
διακομιδή
a carrying over

ShortDef

a carrying over

Debugging

Headword:
διακομιδή
Headword (normalized):
διακομιδή
Headword (normalized/stripped):
διακομιδη
IDX:
21204
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21205
Key:

Data

{'content': 'a carrying over'}