Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
διακονία
View word page
διακόλλησις
joining together

ShortDef

joining together

Debugging

Headword:
διακόλλησις
Headword (normalized):
διακόλλησις
Headword (normalized/stripped):
διακολλησις
IDX:
21202
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21203
Key:

Data

{'content': 'joining together'}