Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
διακόνησις
διακονητικός
View word page
διακόλλημα
stuffing

ShortDef

stuffing

Debugging

Headword:
διακόλλημα
Headword (normalized):
διακόλλημα
Headword (normalized/stripped):
διακολλημα
IDX:
21201
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21202
Key:

Data

{'content': 'stuffing'}