Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
διακόνημα
View word page
διακολάπτω
dress stone with a chisel

ShortDef

dress stone with a chisel

Debugging

Headword:
διακολάπτω
Headword (normalized):
διακολάπτω
Headword (normalized/stripped):
διακολαπτω
IDX:
21199
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21200
Key:

Data

{'content': 'dress stone with a chisel'}