Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
διακονέω
View word page
διακολακεύομαι
vie with each other in flattery

ShortDef

vie with each other in flattery

Debugging

Headword:
διακολακεύομαι
Headword (normalized):
διακολακεύομαι
Headword (normalized/stripped):
διακολακευομαι
IDX:
21198
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21199
Key:

Data

{'content': 'vie with each other in flattery'}