Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
διάκομμα
διακομπάζω
View word page
διακοινοποιέω
use interchangeably

ShortDef

use interchangeably

Debugging

Headword:
διακοινοποιέω
Headword (normalized):
διακοινοποιέω
Headword (normalized/stripped):
διακοινοποιεω
IDX:
21197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21198
Key:

Data

{'content': 'use interchangeably'}