Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
διακομίζω
View word page
διακοιλαίνω
hollow out
ShortDef
hollow out
Debugging
Headword:
διακοιλαίνω
Headword (normalized):
διακοιλαίνω
Headword (normalized/stripped):
διακοιλαινω
IDX:
21195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21196
Key:
Data
{'content': 'hollow out'}