Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
διακολυμβάω
διακομιδή
View word page
διακνίζω
to pull to pieces
ShortDef
to pull to pieces
Debugging
Headword:
διακνίζω
Headword (normalized):
διακνίζω
Headword (normalized/stripped):
διακνιζω
IDX:
21194
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21195
Key:
Data
{'content': 'to pull to pieces'}