Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
διακόλλησις
View word page
διακλυσμός
clyster

ShortDef

clyster

Debugging

Headword:
διακλυσμός
Headword (normalized):
διακλυσμός
Headword (normalized/stripped):
διακλυσμος
IDX:
21192
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21193
Key:

Data

{'content': 'clyster'}