Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

διάκλεισις
διακλείω
διακλέπτω
διακληρονομέω
διακληρόω
διακλήρωσις
διακλίνω
διάκλισις
διακλονέω
διακλύζω
διάκλυσμα
διακλυσμός
διακναίω
διακνίζω
διακοιλαίνω
διάκοιλος
διακοινοποιέω
διακολακεύομαι
διακολάπτω
διακολλάω
διακόλλημα
View word page
διάκλυσμα
lotion for washing out the mouth

ShortDef

lotion for washing out the mouth

Debugging

Headword:
διάκλυσμα
Headword (normalized):
διάκλυσμα
Headword (normalized/stripped):
διακλυσμα
IDX:
21191
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-21192
Key:

Data

{'content': 'lotion for washing out the mouth'}